Σε μια ειρωνική στροφή της μοίρας, η πόλη του St. Louis βρέθηκε το νέο χρόνο στην ίδια θέση με το Λος Άντζελες πριν από 21 χρόνια, όταν η ομάδα των Rams μετακόμισε στη Gateway City. Τώρα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, όπως στην περιστροφή μιας κλεψύδρας, και οι Rams επέστρεψαν στο παλιό τους σπίτι. Με αφορμή, λοιπόν, του συμβάντος αυτού, θα κοιτάξουμε πίσω στη πιο λαμπρή στιγμή εκείνων των 21 χρόνων της παραμονής των St. Louis Rams, και τα βήματα τα οποία οδήγησαν σε μια από τις πιο απροσδόκητες season ομάδας της πρόσφατης ιστορίας. Καθίστε πίσω, φτιάξτε έναν καφέ, και ας γυρίσουμε πίσω, στη δεκαετία του ’90.
Κάθε κακό θυμίζεται, κάθε καλό ξεχνιέται (1990 – 1994)
H σεζόν του 1989 τελειώνει με τον γνωστό εφιάλτη των Rams; μια ολιγόποντη ήττα από τους 49ers στο NFC Championship φέρνει την οργάνωση στο κατώφλι της δεκαετίας του ‘90 με αποκαρδιωτικό τρόπο, όπου τα πράγματα θα πάρουν μόνο την κατηφόρα από εκεί. Τα επόμενα τέσσερα έτη θα υποδεχτούν την ομάδα με 4 σεζόν με πάνω από 10 ήττες στην καθεμία (συνολικά 23 νίκες – 57 ήττες και 0.258), ενώ η αντίπαλη ομάδα του Σαν Φρανσίσκο θα έπαιρνε την division τρεις φορές και το Super Bowl το 1994. Με τα παραπάνω, ήταν λογικό οι φίλαθλοι του Λος Άντζελες να αρχίσουν τη σταδιακή απομάκρυνση από τους Rams, ειδικά σε καιρούς όπου οι αντίστοιχες ομάδες σε χόκεϊ και μπάσκετ αλλά και η άλλη ομάδα των Los Angeles Raiders είχαν πολύ περισσότερες επιτυχίες.
Το front office θεώρησε ότι είχε έρθει καιρός για αλλαγή προπονητή, όπως και έγινε, όταν στη θέση του John Robinson ήρθε ο Chuck Knox, ο οποίος είχε γνωρίσει επιτυχίες με τους Buffalo Bills και Seattle Seahawks. Στη δεύτερή του χρονιά, το 1993, ο Knox και οι Rams θα επέλεγαν το μελλοντικό Hall of Famer, running back Jerome Bettis, με το 10ο pick του 1ου γύρου. Παρόλο που ο απόφοιτος της Notre Dame έκανε εντυπωσιακά νούμερα στη rookie του χρονιά, αυτό δεν βοήθησε ούτε την ομάδα αλλά ούτε και τον προπονητή, καθώς βασιζόταν σε επίθεση με σχεδόν αποκλειστικά run plays, τα οποία δεν θεωρείτο εντυπωσιακά για την εποχή. Καθώς περισσότεροι τοπικοί φίλαθλοι γυρνούσαν την πλάτη τους στην οργάνωση, το NFL σχεδίαζε να εισάγει expansion teams με την έλευση του 1995, και πάνω σε αυτό βασίστηκε η Georgia Frontiere, κάτοχος των Rams, επιθυμώντας να μετακινήσει την ομάδα σε πιο εύφορα εδάφη, και ίσως να αλλάξει τους ανέμους της τύχης.
Έπειτα από άρνηση των υπολοίπων προέδρων του NFL για την μετακίνηση των Rams στη Βαλτιμόρη, η Frontiere στράφηκε προς το St. Louis, την πόλη στην οποία γεννήθηκε και όπου δεν είχε υπάρξει franchise από το 1987. Παρόλο που και αυτή η πρότασή της αρχικά έπεσε στο κενό, καθώς κάποιοι θεωρούσαν ότι η κατάσταση της ομάδας οφειλόταν σε εσφαλμένους διαχειρισμούς της ίδιας της Frontiere, οι διαδικασίες τελικά θα έπαιρναν μπρος, όταν η Frontiere απείλησε να μηνύσει τη λίγκα. Με τον τότε commissioner Paul Tagliabue να συμφωνεί με τα αιτήματα της Frontiere, το St. Louis θα υποδέχονταν τους Rams εφόσον συμφωνούσε στην κατασκευή ενός νέου, οικονομικά ενισχυμένου από φόρους, γηπέδου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Frontiere δεν ήταν η μόνη που έδειχνε ενδιαφέρον στην πόλη του Μιζούρι. Έπειτα από την αποτυχία των New England Patriots να μετακινήσουν το franchise to 1993, το St. Louis είχε δηλώσει συμμετοχή στον αριθμό των υπόλοιπων πόλεων που ήθελαν να είναι μέρος του expansion σχεδίου. Οι κάτοικοι ήταν μάλιστα τόσο σίγουροι ότι θα τα κατάφερναν, ώστε είχαν ήδη τυπώσει το λογότυπο της “μελλοντικής” ομάδας τους, των St. Louis Stallions, σε φανέλες, που έγιναν γρήγορα διαθέσιμες σε μερικά, τοπικά αθλητικά μαγαζιά. Ωστόσο, η τύχη αυτή έπεσε στο Jacksonville και την Carolina, και σαν αποτέλεσμα η πολιτεία του Μιζούρι μήνυσε και η ίδια τη λίγκα ως αντίποινο. Ένα μόλις μήνα μετά την άρνηση στην πρόταση της Frontiere, οι ίδιοι οι πρόεδροι που είχαν ψηφίσει κατά της μετακίνησης με 23 ψήφους κατά και μια υπέρ, τώρα άλλαξαν ρότα και συμφώνησαν, με 23 ψήφους υπέρ και 6 κατά.
Νέο σπίτι, καινούργια αρχή (1995 – 1998)
Οι διαδικασίες για την αλλαγή της σελίδας των Rams άρχισαν πριν καλά ξεκινήσει η μετακίνηση στο St. Louis. O ανεπαρκής προπονητής Chuck Knox απολύθηκε στις αρχές του 1995, και τη θέση του πήρε ο Rich Brooks, ερχόμενος από μια επιτυχημένη πορεία στο Πανεπιστήμιο του Oregon (η ομάδα του πήρε το Pac-10 πρωτάθλημα το 1994). Ο ίδιος ήταν το άκρο άωτο του Knox, προτιμώντας μια πιο μοντέρνα, εναέρια επίθεση. Αναμενόμενα, ο ρόλος του Bettis περιορίστηκε σημαντικά, και έτσι επιτεύχθηκε μια συμφωνία για ανταλλαγή με τους Pittsburgh Steelers: σε αυτή, ο Bettis θα ανταλλασσόταν μαζί με ένα pick στον 3ο γύρο του draft του 1996, για pick στο 2ο γύρο της ίδιας χρονιάς, και pick στο 4ο γύρο της επόμενης.
O Brooks έφερε νέα πνοή στην ομάδα. Το 1995, οι Rams ξεκίνησαν θετικά, με ηγέτη τον Jerome Bettis στη τελευταία του χρονιά στο St. Louis και τον 30χρονο quarterback, Chris Miller. Κατάφεραν να φτάσουν στο 5 – 1, και τότε υποδέχτηκαν τους 49ers, στο νέο γήπεδο του St. Louis, το Trans World Dome (μετονομάστηκε έπειτα σε Edward Jones Dome). Οποιαδήποτε θετική αύρα είχε η ομάδα των Rams χάθηκε ολοκληρωτικά σε εκείνον τον αγώνα, όπου το Σαν Φρανσίσκο τους διέσυρε, με σκορ 44 – 10. Χαρακτηριστική ήταν η πρόταση που είπε ο DT των 49ers, Dana Stubblefield, στην εκπνοή του αγώνα:
“Διαφορετική πόλη, ίδια ομάδα, ίδιοι, λυπηροί Rams.”
Κάπως έτσι, το 5 – 2 έγινε 6 – 6, και τέλος 7 – 9, που ακόμα ήταν το καλύτερο ρεκόρ που είχαν κάνει από το 1989, αλλά και το πιο επιτυχημένο που θα έκαναν μέχρι το 1999.
Τα υπόλοιπα τρία χρόνια θα ήταν περίπου ίδια με τα πρώτα έτη του 1990. Το ‘96, με την ανταλλαγή του Bettis, οι Rams διάλεξαν τον Ernie Corwell (TE) στο δεύτερο γύρο, αλλά και τον φημισμένο τότε RB της Nebraska, Lawrence Phillips, με το 6ο pick. Η ιστορία έδειξε ότι η ανταλλαγή ωφέλησε τους Steelers σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, καθώς το Pittsburgh πήγε το 1996 (και το 1997) στα playoffs, ενώ οι Rams κατάφεραν μόνο το ρεκόρ των 6 νικών, και την λύση συνεργασίας με τον Brooks.
Το 1997 και το 1998 θα αποτελέσουν σημεία καμπής για τους Rams, ακόμα κι αν το τελικό τους σκορ δεν το έλεγε ανοιχτά τότε, ξεκινώντας με την πρόσληψη του προπονητή Dick Vermeil. Ο 60χρονος πλέον άντρας είχε παλαιότερες σχέσεις με το franchise, όταν οι Rams τού είχαν δώσει την πρώτη του επαγγελματική δουλειά, ως Special Teams προπονητή, το 1969. Ο ίδιος είχε επιτυχία τόσο στο κολλεγιακό επίπεδο (Rose Bowl με το UCLA), όσο και στο επαγγελματικό (runner up του Super Bowl XV, αφότου είχε ανεβάσει τους Eagles από το ανέκδοτο του NFL σε πραγματικούς ανταγωνιστές). Μαζί με αυτόν, οι Rams θα διαλέξουν τον Orlando Pace (OT) στο draft του 1997, τον Grant Wistrom (DE) στο draft του 1998, και θα υπογράψουν σε συμβόλαιο τον Kurt Warner, αστέρα του Arena Football League, το ίδιο έτος, ως τρίτο αναπληρωματικό quarterback πίσω από τους Tony Banks και Steve Bono.
Τίποτα δεν θα ήταν εύκολο όμως, με τους Rams να σημειώνουν δύο χρόνια με μόλις 9 νίκες, και μαθηματικά να κατέχουν την χειρότερη αναλογία νικών/ηττών της δεκαετίας του ‘90 (45 – 99, 22 – 42 ως St. Louis Rams). Ειδικότερα, το 1998, οι Rams τελείωσαν την σεζόν με συνολικά καμία νίκη ενάντια σε ομάδες της division1 τους. Με τις ήττες να συλλέγονται, οι παίκτες στράφηκαν εναντίον του προπονητή, κατηγορώντας τον για εξαντλητικές προπονήσεις, γεγονός για το οποίο είχε βρεθεί ένοχος και στο παρελθόν. Μάλιστα, τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε δύο μέρες πριν τον αγώνα με τους Bears το 1998, η ομάδα είχε meeting, στο οποίο κάλεσαν και τον Vermeil αργότερα, δηλώνοντας πως υπήρχε η πρόθεση να μην παίξουν την Κυριακή. Παρόλο που ο Vermeil κατάφερε να κατευνάσει τα πνεύματα, ήταν φανερό πως η ομάδα θα διαλυόταν σύντομα, αν δε παίρνονταν κάποιες αποφάσεις.
To 1999 θα έμπαινε γεμάτο αμφιβολία για την πορεία της ομάδας, αλλά και για το μέλλον του ίδιου του προπονητή. Λένε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, και αυτό δεν θα ήταν πιο φανερό παρά στην pre season εκείνου του έτους.